- ρήση
- η / ῥῆσις, -εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. -ιος Αλόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.)νεοελλ.απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών»)αρχ.1. απόφαση, ψήφισμα2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση3. μύθος, διήγηση («ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις», Πίνδ.)4. χρησμός5. χωρίο συγγραφέα ή περικοπή βιβλίου6. γραμμ. ύφος έκφρασης ή γραφής («ἡ κατὰ πεζὸν ῥῆσις», Λογγίν.)7. (κατά τον Φώτ.) «ῥήσεις καλείται τὰ ὑπὸ τῶν εἰσαγομένων προσώπων λεγόμεναἀνάμεσον δὲ τούτων τὸ ὑπὸ τοῡ ποιητοῡοἶον, τόν δ' ἀμειβόμενος»8. παροιμ. φρ. «ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις» — η απάντηση που έστειλαν οι Σκύθες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω (ΙΙ)] με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥητός) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.